αλατοπίπερο

αλατοπίπερο
το соль и перец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλατοπίπερο" в других словарях:

  • αλατοπίπερο — το 1. μίγμα από αλάτι και πιπέρι 2. διήγηση εμπλουτισμένη με εντυπωσιακά, ωστόσο ψεύτικα και φανταστικά, περιστατικά («βάζει μπόλικο αλατοπίπερο στην κουβέντα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + πιπέρι] …   Dictionary of Greek

  • αλατοπίπερο — το αλάτι και πιπέρι σε μείγμα είτε χωριστά· μτφ., εμπλουτισμός μιας διήγησης με φανταστικά γεγονότα: Στις διηγήσεις του έβαζε και αλατοπίπερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»